- περισσόμυθος
- -ον, Απεριττολόγος, πολυλογάς, φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + μῦθος «λόγος» (πρβλ. πολύ-μυθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισσόμυθος — superfluous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
περισσομυθεί — Α επίρρ. με περιττολογίες, με πολλά λόγια, με φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσόμυθος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. ατιμωρητ εί)] … Dictionary of Greek